πολυφασικός

πολυφασικός
η , ό[ν] тех многофазный;

πολυφασικό ρεύμα — многофазный ток


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πολυφασικός" в других словарях:

  • πολυφασικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει πολλές φάσεις, που εμφανίζεται με πολλές μορφές 2. φρ. «πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα» (ηλεκτρολ.) σύνολο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, τάσεων ή ρευμάτων, τής ίδιας συχνότητας, τα οποία παρουσιάζουν ανά δύο διαφορά… …   Dictionary of Greek

  • πολυφασικός — ή, ό 1. αυτός που παρουσιάζει πολλές φάσεις, μορφές. 2. για ρεύμα, αυτό που έχει πολλές φάσεις: Πολυφασικό ρεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»